- μονόσχημος
- μονόσχημος, -ον (Α)1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο σχήμα, από μία μορφή2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μονόσχημονη χρησιμοποίηση ενός μόνο σχήματος, μιας μορφής, ενός τύπου.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -σχημος (< σχῆμα), πρβλ. πολύ-σχημος].
Dictionary of Greek. 2013.