μονόσχημος

μονόσχημος
μονόσχημος, -ον (Α)
1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο σχήμα, από μία μορφή
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μονόσχημον
η χρησιμοποίηση ενός μόνο σχήματος, μιας μορφής, ενός τύπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -σχημος (< σχῆμα), πρβλ. πολύ-σχημος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μονόσχημος — employing one figure masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονόσχημον — μονόσχημος employing one figure masc/fem acc sg μονόσχημος employing one figure neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονοσχήμου — μονόσχημος employing one figure masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μονόσχημα — μονόσχημος employing one figure neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • μονοσχημοσύνη — μονοσχημοσύνη, ἡ (Μ) [μονόσχημος] (για τη θεότητα) το να έχει κάτι ένα μόνο σχήμα, μια περιβολή, το να μην αλλάζει σχήμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”